- χαζίρικος
- η , ο готовый; приготовленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαζίρικος — ια, ο, Ν [χαζίρι] (ιδιωμ. τ.) αυτός τον οποίο βρίσκει έτοιμο κάποιος («χαζίρικο φαΐ») … Dictionary of Greek